- ὑγιεινοῦ
- ὑγιεινόςgood for the healthmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… … Dictionary of Greek
υγιεινότητα — η, Ν η ιδιότητα τού υγιεινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιεινός. Η λ., στον λόγιο τ. ὑγιεινότης, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Πορταριά — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής, του ομώνυμου νομού. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Πηλίου, μέσα σε … Dictionary of Greek